ευτόκιος

ευτόκιος
ος , ον родовспомогательный, облегчающий роды

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "ευτόκιος" в других словарях:

  • Εὐτόκιος — aiding in childbirth masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐτόκιος — aiding in childbirth masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευτόκιος — ο (ΑΜ εὐτόκιος, ον, Μ και εὐτόκειος, ον) [εύτοκος] αυτός που βοηθά στον τοκετό, που επιφέρει ευτοκία, που συντελεί στον εύκολο τοκετό …   Dictionary of Greek

  • Ευτόκιος ο Ασκαλωνίτης — (6ος αι. μ.Χ.). Γεωμέτρης και μαθηματικός. Μαθήτευσε στον Αμμώνιο, στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, στον οποίο αφιέρωσε διάφορα συγγράμματά του, όπως το Περί σφαίρας και κυλίνδρου και το Περί μετρήσεως του κύκλου. Έγραψε υπομνήματα στα τέσσερα… …   Dictionary of Greek

  • εὐτόκιον — εὐτόκιος aiding in childbirth masc/fem acc sg εὐτόκιος aiding in childbirth neut nom/voc/acc sg εὐτοκέω bring forth easily imperf ind act 3rd pl (doric) εὐτοκέω bring forth easily imperf ind act 1st sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Εὐτοκίου — Εὐτόκιος aiding in childbirth masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐτοκίου — εὐτόκιος aiding in childbirth masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Εὐτοκίῳ — Εὐτόκιος aiding in childbirth masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐτοκίῳ — εὐτόκιος aiding in childbirth masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Εὐτόκιον — Εὐτόκιος aiding in childbirth masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ашкелон — Город Ашкелон אַשְׁקְלוֹן …   Википедия


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»